ὀλιγόπιστος

ὀλιγόπιστος
маловерный; как сущ. маловер.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ὀλιγόπιστος" в других словарях:

  • ὀλιγόπιστος — of little faith masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγόπιστος — και λιγόπιστος, η, ο (ΑΜ ὀλιγόπιστος, ον) αυτός που έχει λίγη πίστη, αυτός τού οποίου εύκολα κλονίζεται η πίστη νεοελλ. αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, δύσπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πιστός] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοπίστως — ὀλιγόπιστος of little faith adverbial ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστον — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc sg ὀλιγόπιστος of little faith neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστου — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστους — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοπίστων — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστε — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόπιστοι — ὀλιγόπιστος of little faith masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγόπιστος — η, ο βλ. ολιγόπιστος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπιστία — και λιγοπιστία, η (Α ὀλιγοπιστία) [ολιγόπιστος] έλλειψη πίστης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»